Open Close

«Ικανά και αναγκαία» κριτήρια για την επιλογή εκπαιδευτικών στη θέση του Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης

του Γιάννη Καραγιάννη, Σχολικού Συμβούλου Μαθηματικών Ν. Δωδεκανήσου

Αν ανατρέξει κανείς στην κείμενη νομοθεσία που ορίζει την επιλογή των Περιφερειακών Διευθυντών Εκπαίδευσης, θα διαπιστώσει ότι τα προσόντα που απαιτούνται για να υποβάλει κάποιος εκπαιδευτικός αίτηση υποψηφιότητας για τη θέση του ΠΔΕ είναι (Ν. 3260/2004):

α) Δεκαπενταετή τουλάχιστον εκπαιδευτική υπηρεσία.

β) Πτυχίο Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης ή άλλο ισότιμο τίτλο.

γ) Σημαντικά επιστημονικά και διοικητικά προσόντα.

Τα τρία παραπάνω κριτήρια-προϋποθέσεις για την υποβολή υποψηφιότητας στη θέση του ΠΔΕ είναι αναγκαία, όχι όμως και ικανά.

Το κρίτηριο (α) είναι «μετρήσιμο», το (β) «διαπιστώσιμο» και το (γ) είναι ασαφές σε κάποιο βαθμό ως προς τη λέξη «σημαντικά».

Προφανώς ο νομοθέτης (για ποιους λόγους;) δεν επιθυμούσε τη «μοριοδότηση» του επιστημονικού και διοικητικού έργου των υποψηφίων ΠΔΕ και για αυτό το διατύπωσε με τα χαρακτηριστικά μιας «ποιοτικής μεταβλητής».

Πάντως το (γ) απαιτεί επιπλέον επιστημονική παρουσία και ανάπτυξη των υποψηφίων, πέραν του βασικού πτυχίου, καθώς και σημαντική παρουσία στη διοίκηση της εκπαίδευσης από θέσεις ευθύνης, αφού η λέξη «σημαντικά διοικητικά προσόντα» δεν επιδέχεται και άλλης ερμηνείας παρά μόνο τη θητεία σε αυτές.

Είναι όμως τα παραπάνω προσόντα, εκτός από αναγκαία, ικανά να αναδείξουν το «προφίλ» ενός αποτελεσματικού, δημιουργικού και συν-διαμορφωτή της εθνικής εκπαιδευτικής πολιτικής ΠΔΕ;

Η μέχρι σήμερα εμπειρία μας από το θεσμό της «σύστασης της Περιφερειακής Διεύθυνσης Εκπαίδευσης» (από το 2000) δεν μας οδηγεί σε σαφή συμπεράσματα και πάντως η απάντηση στο παραπάνω ερώτημα δεν μπορεί να είναι καταφατική, ούτε και απολύτως αρνητική, σε όλες τις περιπτώσεις.

Από τη σύσταση των ΠΔΕ μέχρι και σήμερα έχουν εκδοθεί έξι προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος για τη θέση αυτή (με μέσο όρο θητείας λιγότερο από 2,5 έτη).

Αν τώρα ανατρέξουμε και στην κείμενη νομοθεσία, η οποία προσδιορίζει τα καθήκοντα και το ρόλο του ΠΔΕ, θα διαπιστώσουμε ότι αυτά καθορίζονται ως εξής (ΦΕΚ 1340/2002 με τις σχετικές τροποποιήσεις και προσθήκες κατά καιρούς):

α) 15 γενικές αρμοδιότητες των ΠΔΕ σε σχέση με τις δομές της εκπαίδευσης, τους εκπαιδευτικούς και τους φορείς του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ και

β) περισσότερες από 30 ειδικές αρμοδιότητες των ΠΔΕ που εξειδικεύονται στις αποκεντρωμένες υπηρεσίες του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ, στους Διευθυντές Εκπαίδευσης, στους Σχολικούς Συμβούλους, στους υπεύθυνους των δομών, στους εκπαιδευτικούς και στα υπηρεσιακά συμβούλια.

Ανάμεσα δε στα άλλα προβλέπει (ΦΕΚ 1340/2002): «Στην περιοχή της ευθύνης τους ασκούν τις αρμοδιότητες τις οποίες εκχωρεί εκάστοτε ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Διαχειρίζονται την εκπαιδευτική πολιτική, εισηγούνται στον Υπουργό για όλα τα θέματα της αρμοδιότητάς τους και έχουν την ευθύνη της σύνδεσης των περιφερειακών υπηρεσιών της εκπαίδευσης με τις αντίστοιχες κεντρικές υπηρεσίες και τα όργανα προγραμματισμού, αξιολόγησης και έρευνας του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, όπως το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (σημερινό Ι.Ε.Π.), το Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας (καταργήθηκε), τον Οργανισμό Επιμόρφωσης Εκπαιδευτικών (Ο.ΕΠ.ΕΚ.), τον Οργανισμό Σχολικών Κτηρίων (Ο.Σ.Κ.) κ.λπ.»

(Τα ονόματα των οργανισμών προσαρμοσμένα στη σημερινή τους ονομασία).

Στην περιγραφή των καθηκόντων των ΠΔΕ καθορίζονται «έμμεσα» ικανά και αναγκαία κριτήρια επιλογής των εκπαιδευτικών σε θέσεις ΠΔΕ τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα παρακάτω:

1ο) Με τρόπο «έμμεσα σαφή», αλλά όχι ρητό, προσδιορίζεται η σφαιρική και σε βάθος γνώση των θεμάτων της διοίκησης της εκπαίδευσης και της παιδαγωγικής-διδακτικής διάστασής της, αφού οι ΠΔΕ αποτελούν «το συνδετικό κρίκο» ανάμεσα σε όλες τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες του Υ.ΠΟ.ΠΑΙ.Θ, τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης, των σχολικών μονάδων και στην αντίστοιχη κεντρική υπηρεσία.

2ο) Με τρόπο «έμμεσα σαφή», αλλά όχι ρητό, προσδιορίζεται η σφαιρική και σε βάθος γνώση των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης εκπαιδευτικής περιφέρειας για την οποία είναι υποψήφιοι και η οποία αποτελεί την περιοχή της ευθύνης τους.

3ο) Με τρόπο σαφή, αλλά όχι ρητό, «υπολογίζει» την εμπειρία σε διαφορετικές ή/και διακριτές θέσεις ευθύνης στη διοίκηση της εκπαίδευσης και στην παιδαγωγικό-διδακτική της συνιστώσα, καθώς και την αποτίμηση του έργου των υποψηφίων στην οργάνωση και στην αποτελεσματικότητα στις θέσεις ευθύνης που υπηρέτησαν .

4ο) «Υπονοεί» ότι απαιτείται «συναντίληψη», σε μεγάλο βαθμό, με τις επιλογές στην κεντρική εκπαιδευτική πολιτική καθώς και αποτελεσματική συνεργασία με την κεντρική διοίκηση για τη διαχείρισή της και την εφαρμογή της στην περιοχή ευθύνης του κάθε ΠΔΕ.

5ο) Επιθυμεί (;) το «όραμα» που θα επιτρέψει το σωστό και αποτελεσματικό προγραμματισμό της επόμενης ημέρας σε ένα, όσο το δυνατόν, ρεαλιστικό πλαίσιο.

Τέλος, ίσως το απολύτως απαραίτητο, «ικανό και αναγκαίο» κριτήριο για την επιλογή εκπαιδευτικών σε θέση του ΠΔΕ, να είναι η προσωπική εντιμότητα και η δημοκρατική αντίληψη της διοίκησης της εκπαίδευσης, που βασίζεται στο σεβασμό των ρόλων, στη συνεργασία, κυρίως με τους υφισταμένους τους, στη συν-διαμόρφωση του πλαισίου και, τελικά, στη συν-απόφαση και στη συν-ευθύνη.

Το κριτήριο βέβαια αυτό ίσως να ερμηνεύεται διαφορετικά από τον καθένα, ύπάρχει όμως το «κοινό αίσθημα». Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια οι αριθμητικοί δείκτες της εκπαίδευσης έχουν απομειωθεί (αριθμός σχολικών μονάδων, αριθμός εκπαιδευτικών, υλικοτεχνική υποδομή κ.α.) και κατ΄ επέκταση οι ποιοτικοί δείκτες του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου βρίσκονται σε συνεχή φθίνουσα πορεία (παρά τις φιλότιμες και σε πολλές περιπτώσεις μη υποχρεωτικές προσπάθειες των εκπαιδευτικών) με αποκορύφωμα τις συνθήκες κάτω από τις οποίες φοιτά μία μερίδα μαθητών, αρκετά μετρήσιμη πλέον (της ανθρωπιστικής κρίσης και των συνθηκών φοίτησης στη σχολική μονάδα, όπως είναι για παράδειγμα η θέρμανση, η καθαριότητα, η σίτιση κ.α).

Ο παράγοντας «εκπαιδευτικός», ο κυριότερος μοχλός της αγωγής και της μάθησης των μαθητών από την πρώτη μέρα τους στο σχολείο, τα τελευταία χρόνια γνωρίζει σε μεγάλο βαθμό την πίεση, την ανασφάλεια και τον φόβο της επόμενης ημέρας σε ό,τι αφορά το εργασιακό και μισθολογικό του μέλλον.

Ο ρόλος του ΠΔΕ έγινε δυσκολότερος από ό,τι ήταν στο παρελθόν, αφού οι ΠΔΕ κλήθηκαν να διαχειριστούν θέματα εκπαίδευσης σε οικονομικοκοινωνικές συνθήκες «πρωτόγνωρα» δυσμενείς.

Σε αυτές τις συνθήκες ο ΠΔΕ οφείλει να σχεδιάσει, να προτείνει και να υλοποιήσει τα σχέδια του, διατηρώντας πάντα το «μέτρον άριστον», πολιτικές εξειδικευμένες στην περιφέρεια του, οι οποίες θα δώσουν λύσεις και όχι «μπαλώματα» στα προβλήματα αυτά.

Το κατά πόσο αυτό το πέτυχαν οι μέχρι σήμερα ΠΔΕ κρίνεται από την κοινωνία, πρωτίστως, και από την εκπαιδευτική κοινότητα της περιοχής ευθύνης τους.

Τέλος, για να δώσουμε και μία απάντηση στο ανοικτό ερώτημα του τίτλου του άρθρου αυτού, μετά την παραπάνω προσέγγιση:

Όχι δεν αρκούν από μόνα τους τα τυπικά προσόντα για την επιλογή ενός εκπαιδευτικού στη θέση του ΠΔΕ ή, όπως αλλιώς θα λέγαμε, τα τυπικά προσόντα είναι «αναγκαία» κριτήρια αλλά όχι και «ικανά».

Σημειώσεις:

1. Ο υπογράφων το παραπάνω κείμενο δεν είναι υποψήφιος για τη θέση του ΠΔΕ.

2. Σε χρόνο ουδέτερο οφείλουμε να επανεξετάσουμε το Νόμο της ίδρυσης και της σύστασης (2817/2000) των ΠΔΕ, ως προς τη σκοπιμότητα του «αποκεντρωμένου θεσμού» της διοίκησης της εκπαίδευσης, στο πλαίσιο μίας συνολικής αναδιάρθρωσης της δομής της εκπαίδευσης, καθώς και της υποστήριξης της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών, με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, την εμπειρία των 15 και πλέον ετών της ύπαρξης των ΠΔΕ και τις λιγοστές σχετικές μελέτες που έχουν κατά καιρούς δημοσιευτεί, με διάλογο, χωρίς εμμονές και προκαταλήψεις και χωρίς να παραβλέπουμε τη διεθνή εκπαιδευτική πραγματικότητα.

Αναδημοσίευση από esos.gr

Comments are closed.